αλητήρ

αλητήρ
ἀλητὴρ (-ῆρος), ο (Α)
ονομασία χορού στην Ιθάκη και τη Σικυώνα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀλητήρ — dance masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίδαρις — Αρχαιοελληνική ονομασία καλύμματος του κεφαλιού που έφεραν οι αρχαίοι λαοί της βορειοδυτικής Ασίας. Ήταν ένα είδος ημισφαιρικού, κυλινδρικού ή κωνικού καπέλου από ύφασμα ή από δέρμα. Το χρησιμοποιούσαν κυρίως οι Πέρσες και είχε την ονομασία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”